Τελευταία ενημέρωση: 2013-01-28, 11:28:05
Σημαντικό βήμα στο πεδίο ανάδειξης των ιστορικών φρουρίων της Μαγνησίας αποτελούν οι εργασίες που αναμένεται να ξεκινήσουν τον Απρίλιο και θα διαρκέσουν επί επτά μήνες. Τα κάστρα της Μαγνησίας με την χιλιόχρονη και πλέον ιστορία, που οριοθετούνται χρονικά κατά προσέγγιση μεταξύ των Βυζαντινών χρόνων και της Ενετοκρατίας, θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σειράς παρεμβάσεων, που αποσκοπούν στην ανάδειξη και καλύτερη προσέγγισή τους, προκειμένου να αποκαλυφθούν παράλληλα τα ιδιαίτερα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και η χρονολογική τους πορεία. Στο πλαίσιο προγράμματος κοινωφελούς εργασίας που υλοποιείται, συγκεκριμένα, από τη Γενική Γραμματεία Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 παραλιακά κάστρα και μνημεία της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας θα βρεθούν, όπως προαναφέρθηκε, τους προσεχείς μήνες σε τροχιά ανάδειξης.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γλυκερία Υδραίου
Η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Εθελοντική Περιβαλλοντική Ομάδα Αλμυρού «Εν Δράσει» και το Κοινωφελές Ίδρυμα Περσεύς Αθηναίος θα πραγματοποιήσει εργασίες καθαρισμού και βελτίωσης της πρόσβασης στα φρούρια του Πτελεού και της Νταμούχαρης, στα κάστρα της Σκιάθου και της Σκοπέλου, καθώς και στα βυζαντινά μνημεία της Νέας Αγχιάλου. «Οι εργασίες έχουν ως στόχο να βελτιωθεί η επισκεψιμότητα και οι συνθήκες ασφαλείας, να προβληθούν τα μνημεία στο τοπικό και ευρύτερο κοινό και να αυξηθεί η τουριστική κίνηση στις παραπάνω περιοχές. Τα μνημεία αυτά έχουν επιλεγεί μέσα από πληθώρα αντίστοιχων μνημείων και χώρων με σκοπό να τονισθεί η σημασία των παράκτιων οχυρών της Θεσσαλίας, από τα οποία περνούσαν σημαντικοί θαλάσσιοι δρόμοι και να διευκολυνθεί η ένταξή τους στον κοινωνικό περίγυρο» υπογραμμίζει η κ. Τένια Αναστασιάδου, αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Η οργάνωση «Εν Δράσει» ειδικότερα, έχει αναλάβει το φρούριο του Πτελεού, το κάστρο της Σκιάθου και βυζαντινά μνημεία της Νέας Αγχιάλου. Το Κοινωφελές Ίδρυμα Περσεύς Αθηναίος έχει αναλάβει, αντίστοιχα, μνημεία στη Γλώσσα Σκοπέλου, το κάστρο Σκοπέλου, το κάστρο Νταμούχαρης, άλλα και τα κάστρα της Βελίκας και του Κόκκινου Νερού στον ανατολικό Κίσσαβο.
Το κάστρο της Σκοπέλου, που περιβάλλει την χώρα, είχε επίσης φρουριακό χαρακτήρα όπως το αντίστοιχο της Σκιάθου και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα το βυζαντινό τείχος αντικατέστησε τον αρχαίο οχυρωματικό περίβολο, και στην συνέχεια δέχτηκε επισκευές κατά την διάρκεια της Ενετοκρατίας. Σε γενικές γραμμές ακολουθεί την πορεία του αρχαίου τείχους και εντοπίζεται στο βόρειο και υψηλότερο σημείο της πόλης, όπως και στα ανατολικά, κοντά στο ναό του Ευαγγελισμού. Το νησί γνώρισε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να ζητούν προστασία ανά τους αιώνες, εντός του κάστρου.
Ο βυζαντινός πύργος του Πτελεού, ο οποίος είναι κηρυγμένο ιστορικό-διατηρητέο μνημείο με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής μας. Το μνημείο βρίσκεται σε επαφή με τετράγωνη δεξαμενή και έχει εντοιχισμένα αρκετά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία προέρχονται από την προχριστιανική πόλη. Δεσπόζει στην κορυφή του λόφου και είναι ορατό από μεγάλη απόσταση, ενώ στον ίδιο λόφο διατηρούνται επίσης υπολείμματα αρχαίας οχύρωσης και του περιβόλου του πύργου ο οποίος λειτουργούσε ως παρατηρητήριο και πιθανότατα υπήρχε εγκατεστημένη φρουρά που εξασφάλιζε το έλεγχο δια ξηράς και θαλάσσης.
Παράλληλα, υπάρχει και δεύτερος πύργος που βρίσκεται στην ακτή κάτω από τον λόφο και είναι αρκετά κατεστραμμένος, διότι βρίσκεται κατά το ήμισυ μέσα στην θάλασσα.
Το περίφημο φρούριο της Νταμούχαρης καταλαμβάνει έκταση 5,5 περίπου στρεμμάτων και πιθανότατα εξασφάλιζε τον έλεγχο της περιοχής, προστατεύοντας το φυσικό λιμάνι. «Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς οικοδομήθηκε το κάστρο, το οποίο αποτελεί πιθανώς κτίσμα της ενετοκρατίας» υπογραμμίζει η κ. Αναστασιάδου και προσθέτει «με τις εργασίες που θα γίνουν, ευελπιστούμε ότι θα εντοπιστούν στοιχεία που θα μας οδηγήσουν σε ασφαλέστερες εκτιμήσεις, όσον αφορά στην εποχή της κατασκευής και στο είδος του οχυρωματικού έργου, προκειμένου να διαπιστώσουμε εάν ήταν φρούριο ή οργανωμένος οικισμός».
Παράλληλα, τα παράκτια οχυρά του ανατολικού Πηλίου, Κεραμίδι, Βένετο, Πουρί, Μπάνικας, Νταμούχαρη, Εβραιόκαστρο και άλλα, συνιστούν μια ιδιαίτερη ομάδα οχυρώσεων. «Πρόκειται για φρούρια και οχυρά περιορισμένης έκτασης, εγκατεστημένα σε φύσει οχυρούς και απόκρημνους λόφους, που κατοπτεύουν το Αιγαίο και ελέγχουν τις θαλάσσιες επικοινωνίες» επισημαίνει η ίδια αρχαιολόγος.
Η θέση Καστέλλι στο Βένετο, πιθανόν ταυτίζεται με τα ερείπια βυζαντινού φρουρίου κοντά στη μονή Φλαμουρίου. Το Παλιόκαστρο στη θέση Μπάνικας, στην Μακρυρράχη Ζαγοράς, όπου είναι ορατά τα ερείπια βυζαντινού οχυρού, πιθανότατα εντάσσεται στο δίκτυο των μικρών φρουρίων διατεταγμένων σε παραθαλάσσια υψώματα κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής του Πηλίου, για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών.
Στην Καραβοστασιά Νταμούχαρης, επισημάνθηκαν επίσης λείψανα βυζαντινού τείχους, ομοίως δε και στο Παλαιόκαστρο Σηπιάδας Άκρας (Προμύρι) υπάρχουν λείψανα βυζαντινού φρουρίου. Το Παλαιόκαστρο, το οποίο ταυτίζεται με την αρχαία Ολιζώνα, βρίσκεται σε λόφο που φυλάσσει τη διέλευση του ισθμού και των δύο λιμανιών προς βορρά και νότο. Στο Χορτόκαστρο που δεσπόζει πάνω από τον οικισμό του Χόρτου, ανασκάφηκαν αρχαιότητες ρωμαϊκών χρόνων, ενώ στην κορυφή διατηρούνται τα ερείπια ναού αφιερωμένου κατά παράδοση στον Άγ. Νικόλαο. Στο Παλαιόκαστρο Λεχωνίων ή Αγίου Βλασίου, τέλος, «πιθανολογείται ότι εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι της παραλιακής ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής πόλης της Μεθώνης, τα σημερινά Πλατανίδια» αναφέρει η κ. Αναστασιάδου. Σήμερα διατηρούνται ορατά τμήματα της οχύρωσης (τείχος και πύργοι) καθώς και τα ερείπια τρίκλιτης βασιλικής, που χρονολογείται στη μέση βυζαντινή περίοδο, δηλαδή 10ος-11ος αιώνας μ.Χ.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γλυκερία Υδραίου
Η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Εθελοντική Περιβαλλοντική Ομάδα Αλμυρού «Εν Δράσει» και το Κοινωφελές Ίδρυμα Περσεύς Αθηναίος θα πραγματοποιήσει εργασίες καθαρισμού και βελτίωσης της πρόσβασης στα φρούρια του Πτελεού και της Νταμούχαρης, στα κάστρα της Σκιάθου και της Σκοπέλου, καθώς και στα βυζαντινά μνημεία της Νέας Αγχιάλου. «Οι εργασίες έχουν ως στόχο να βελτιωθεί η επισκεψιμότητα και οι συνθήκες ασφαλείας, να προβληθούν τα μνημεία στο τοπικό και ευρύτερο κοινό και να αυξηθεί η τουριστική κίνηση στις παραπάνω περιοχές. Τα μνημεία αυτά έχουν επιλεγεί μέσα από πληθώρα αντίστοιχων μνημείων και χώρων με σκοπό να τονισθεί η σημασία των παράκτιων οχυρών της Θεσσαλίας, από τα οποία περνούσαν σημαντικοί θαλάσσιοι δρόμοι και να διευκολυνθεί η ένταξή τους στον κοινωνικό περίγυρο» υπογραμμίζει η κ. Τένια Αναστασιάδου, αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Η οργάνωση «Εν Δράσει» ειδικότερα, έχει αναλάβει το φρούριο του Πτελεού, το κάστρο της Σκιάθου και βυζαντινά μνημεία της Νέας Αγχιάλου. Το Κοινωφελές Ίδρυμα Περσεύς Αθηναίος έχει αναλάβει, αντίστοιχα, μνημεία στη Γλώσσα Σκοπέλου, το κάστρο Σκοπέλου, το κάστρο Νταμούχαρης, άλλα και τα κάστρα της Βελίκας και του Κόκκινου Νερού στον ανατολικό Κίσσαβο.
Ιστορική διαδρομή
Το κάστρο της Σκιάθου υφίσταται κατά τα τέλη του 15ου αιώνα δεδομένου ότι υπάρχει γραπτό τεκμήριο σε χάρτη του 1485, ενώ εγκαταλείφθηκε το 1829 με την απελευθέρωση. Καταλαμβάνει έκταση 25 περίπου στρεμμάτων και σήμερα διατηρούνται τμήματα της οχύρωσης και συγκεκριμένα το βόρειο τείχος, η πύλη του κάστρου με την πρόσβασή της, οι εκκλησίες του Χριστού και του Αγίου Νικολάου, καθώς και οι εκκλησίες της Παναγίας Πρέκλας και της Παναγίας Μεγαλομάτας, το Τούρκικο τζαμί, ερείπια του κτιρίου της οθωμανικής διοίκησης, δεξαμενές, λουτρά και άλλα, εξίσου σημαντικά κτίρια. Όπως αναφέρει η αρχαιολόγος της 7 ΕΒΑ «υπάρχει μελέτη αναστήλωσης του μνημείου η οποία είναι εγκεκριμένη και απαιτείται η ένταξη του έργου σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα, προκειμένου να υλοποιηθεί».Το κάστρο της Σκοπέλου, που περιβάλλει την χώρα, είχε επίσης φρουριακό χαρακτήρα όπως το αντίστοιχο της Σκιάθου και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα το βυζαντινό τείχος αντικατέστησε τον αρχαίο οχυρωματικό περίβολο, και στην συνέχεια δέχτηκε επισκευές κατά την διάρκεια της Ενετοκρατίας. Σε γενικές γραμμές ακολουθεί την πορεία του αρχαίου τείχους και εντοπίζεται στο βόρειο και υψηλότερο σημείο της πόλης, όπως και στα ανατολικά, κοντά στο ναό του Ευαγγελισμού. Το νησί γνώρισε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να ζητούν προστασία ανά τους αιώνες, εντός του κάστρου.
Ο βυζαντινός πύργος του Πτελεού, ο οποίος είναι κηρυγμένο ιστορικό-διατηρητέο μνημείο με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής μας. Το μνημείο βρίσκεται σε επαφή με τετράγωνη δεξαμενή και έχει εντοιχισμένα αρκετά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία προέρχονται από την προχριστιανική πόλη. Δεσπόζει στην κορυφή του λόφου και είναι ορατό από μεγάλη απόσταση, ενώ στον ίδιο λόφο διατηρούνται επίσης υπολείμματα αρχαίας οχύρωσης και του περιβόλου του πύργου ο οποίος λειτουργούσε ως παρατηρητήριο και πιθανότατα υπήρχε εγκατεστημένη φρουρά που εξασφάλιζε το έλεγχο δια ξηράς και θαλάσσης.
Παράλληλα, υπάρχει και δεύτερος πύργος που βρίσκεται στην ακτή κάτω από τον λόφο και είναι αρκετά κατεστραμμένος, διότι βρίσκεται κατά το ήμισυ μέσα στην θάλασσα.
Το περίφημο φρούριο της Νταμούχαρης καταλαμβάνει έκταση 5,5 περίπου στρεμμάτων και πιθανότατα εξασφάλιζε τον έλεγχο της περιοχής, προστατεύοντας το φυσικό λιμάνι. «Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς οικοδομήθηκε το κάστρο, το οποίο αποτελεί πιθανώς κτίσμα της ενετοκρατίας» υπογραμμίζει η κ. Αναστασιάδου και προσθέτει «με τις εργασίες που θα γίνουν, ευελπιστούμε ότι θα εντοπιστούν στοιχεία που θα μας οδηγήσουν σε ασφαλέστερες εκτιμήσεις, όσον αφορά στην εποχή της κατασκευής και στο είδος του οχυρωματικού έργου, προκειμένου να διαπιστώσουμε εάν ήταν φρούριο ή οργανωμένος οικισμός».
Παράλληλα, τα παράκτια οχυρά του ανατολικού Πηλίου, Κεραμίδι, Βένετο, Πουρί, Μπάνικας, Νταμούχαρη, Εβραιόκαστρο και άλλα, συνιστούν μια ιδιαίτερη ομάδα οχυρώσεων. «Πρόκειται για φρούρια και οχυρά περιορισμένης έκτασης, εγκατεστημένα σε φύσει οχυρούς και απόκρημνους λόφους, που κατοπτεύουν το Αιγαίο και ελέγχουν τις θαλάσσιες επικοινωνίες» επισημαίνει η ίδια αρχαιολόγος.
Στην εποχή του Βυζαντίου
Ο πλούτος των κάστρων της Μαγνησίας προσφέρεται προς ευρύτερη διερεύνηση και στους στόχους των ιθυνόντων είναι η μελλοντική ανάδειξή τους, μέσω αντίστοιχων προγραμμάτων. Στο πλαίσιο αυτό καταγράφεται η Ακρόπολη βορείως του Κεραμιδίου, που δεσπόζει και κατοπτεύει τη θάλασσα, και εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκε έως και τους υστερορωμαϊκούς χρόνους, πιθανότατα και στα βυζαντινά χρόνια.Η θέση Καστέλλι στο Βένετο, πιθανόν ταυτίζεται με τα ερείπια βυζαντινού φρουρίου κοντά στη μονή Φλαμουρίου. Το Παλιόκαστρο στη θέση Μπάνικας, στην Μακρυρράχη Ζαγοράς, όπου είναι ορατά τα ερείπια βυζαντινού οχυρού, πιθανότατα εντάσσεται στο δίκτυο των μικρών φρουρίων διατεταγμένων σε παραθαλάσσια υψώματα κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής του Πηλίου, για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών.
Στην Καραβοστασιά Νταμούχαρης, επισημάνθηκαν επίσης λείψανα βυζαντινού τείχους, ομοίως δε και στο Παλαιόκαστρο Σηπιάδας Άκρας (Προμύρι) υπάρχουν λείψανα βυζαντινού φρουρίου. Το Παλαιόκαστρο, το οποίο ταυτίζεται με την αρχαία Ολιζώνα, βρίσκεται σε λόφο που φυλάσσει τη διέλευση του ισθμού και των δύο λιμανιών προς βορρά και νότο. Στο Χορτόκαστρο που δεσπόζει πάνω από τον οικισμό του Χόρτου, ανασκάφηκαν αρχαιότητες ρωμαϊκών χρόνων, ενώ στην κορυφή διατηρούνται τα ερείπια ναού αφιερωμένου κατά παράδοση στον Άγ. Νικόλαο. Στο Παλαιόκαστρο Λεχωνίων ή Αγίου Βλασίου, τέλος, «πιθανολογείται ότι εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι της παραλιακής ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής πόλης της Μεθώνης, τα σημερινά Πλατανίδια» αναφέρει η κ. Αναστασιάδου. Σήμερα διατηρούνται ορατά τμήματα της οχύρωσης (τείχος και πύργοι) καθώς και τα ερείπια τρίκλιτης βασιλικής, που χρονολογείται στη μέση βυζαντινή περίοδο, δηλαδή 10ος-11ος αιώνας μ.Χ.