ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟΝ
του Κωστα Μαυροπουλου
Συγγραφεως Δημοσιογραφου
Ανταποκριτου στην Φωνη της Ελλαδος της ΕΡΤ στην Μοσχα
ΝΙΚΟΣ
ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ
Γεννήθηκε τό 1934 στοῦ Ζωγράφου καί μεγάλωσε σέ μίαν πολύτεκνην οἰκογένειαν.
Ὁ πατέρας τοῦ ἐργαζόταν ὡς κουρέας, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀπό μικρός ἔκανε δουλειές
τοῦ ποδαριοῦ γιά νά βοηθήση στό οἰκογενειακό εἰσόδημα. Για νά μπορῆ νά
δουλεύη πήγαινε σέ νυχτερινόν γυμνάσιον. Όπως εἶχε πεῖ: «Ἔχω δουλέψει στοῦ
Ἐλευθερουδάκη τό χρυσοχοεῖον, στήν Βιοχρώμ
ἑταιρείαν χρωμάτων, στοῦ Βελισσαρόπουλου τό ὑφαντουργεῖον. Καί τί δέν ἔχω
κάνει! Ἐκεῖ στοῦ Βελισσαρόπουλου δούλευα στόν ἀργαλειόν, φτιάχναμε διπλόφαρδα
σεντόνια».
Ὁ Σπύρος Κούρκουλος χάνεται σέ τυφώναν.
(Σενάριο
τῆς ταινίας: «Κοινωνία ὥρα μηδέν (1966).
Τό 1952 ὁ πρωτότοκος υἱός τῆς οἰκογενείας,
Σπύρος Κούρκουλος, πού εἶχε τελειώσει τήν σχολήν ἐμποροπλοιάρχων καί ταξίδευε μέ
ἕνα γκαζάδικο ὡς τρίτος πλοίαρχος, χάθηκε γιά πάντα. Τό πλοῖον τοῦ χτυπήθηκε ἀπό
τυφώναν ἀνοιχτά της Βενεζουέλας καί κόπηκε στά δύο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ἀρχικά,
σχεδόν ὅλοι σώθηκαν. Λέγεται ὅτι ὁ καπετάνιος πῆρε μαζί του σέ μίαν βάρκαν τούς
πλοιάρχους καί τούς δύο μηχανικούς. Ἡ βάρκα μετά ἀπό περιπλάνησιν στήν
θάλασσαν, ξεβράστηκε σέ μίαν ἀκτήν τῆς Βενεζουέλας, ὅπου οἱ κάτοικοι βρῆκαν τό ἄψυχο
σῶμα τοῦ καπετάνιου. Οἱ ὑπόλοιποι, πού ἐπέβαιναν στήν βάρκαν, δέν βρέθηκαν
ποτέ. Τήν ἡμέραν τοῦ ναυαγίου, ὁ Νίκος Κούρκουλος ξύπνησε ξαφνικά καί εἶπε στήν
μητέραν του: «Μάνα, μεγάλο κακό θά μᾶς βρῆ». Ὅταν πληροφορήθηκαν τά δυσάρεστα, ὅλοι
κατέρρευσαν. Ἡ μητέρα τοῦ ἠθοποιοῦ, Αὐξεντία, δέν ἀποδέχτηκε ποτέ τόν θάνατον
τοῦ παιδιοῦ της. Τό γεγονός ὅτι τό σῶμα του δέν βρέθηκε, διατηροῦσε μίαν ἄσβεστην
ἐλπίδαν στήν ψυχή της. Καθημερινά
περίμενε νά ἀνοίξη ἡ πόρτα καί νά τόν δή μπρο-
στά
της, ενώ μιλούσε στους
δικούς της για εκείνον, σαν να ήτο ζωντανός.
Ὁ Νίκος Κούρκουλος συγκλονίστηκε ἀπό τόν
χαμό τοῦ ἀδελφοῦ του, μέ τόν ὁποῖον εἶχαν μικρή διαφορά ἡλικίας καί ἤσαν ἀρκετά
δεμένοι. Ὁ ἠθοποιός δέν μιλοῦσε ποτέ δημόσια γιά τήν οἰκογενειακήν τραγωδίαν. Ἄλλωστε,
ἦτο μία ἐποχή, πού ὁ Τύπος ἦτο διακριτικός μέ τήν προσωπικήν ζωήν τῶν
καλλιτε-χνῶν καί οἱ δημοσιογράφοι διαχειρίζονταν μέ προσοχήν τίς πληροφορίες
πού εἶχαν γιά τόν ἠθοποιόν, ὁπότε δέν ὑπάρχει καταγεγραμμένη καμμία πληροφο-ρία
γιά τήν συγκλονιστικήν ὑπόθεσιν μέ τό ναυάγιο τοῦ ἑλληνικοῦ πλοίου. Στίς
σπάνιες συνεντεύξεις πού ἔδινε, προτιμοῦσε νά μιλᾶ γιά τήν μεγάλην του ἀγάπην,
πού ἦτο τό θέατρον, ἀλλά καί γιά τόν ἔρωταν, πού ὅπως ἔλεγε, ἔπαιζε σημαντικόν
ρόλον στήν ζωήν του. Ἡ ἐξομολόγησις σέ συνέντευξίν του στόν Θανάσην Λάλα τό
1998, εἶχε μιλήσει γιά τόν μεγάλον του ἀδελφό, ἀνα-φερόμενος στήν σχέσιν μεταξύ
τοῦ πρωτότοκου παιδιοῦ μέ τά ἀδέλφια του.
«Ἤμουν τό δεύτερο παιδί. Τό νούμερο πού, ἔτσι πιστεύω, εἶναι τό πιό
δυνατό τίς περισσότερες φορές. Εἶναι ἡ ἅμιλλα πού ἀναπτύσσεται στό δευτερότοκο
παιδί. Γεννιέται μέ τό στίγμα, ὅτι ποτέ δέν θά γίνει πρῶτο… ὡς παιδί ζεῖ πάντα
γιά νά ξεπεράση τόν πρῶτον ἀδελφόν του. Ἐγώ τουλάχιστον, μέ αὐτό βασανιζόμουν.
Καί ἐκεῖ ἦτο ὁ ἀγώνας, ἐκεῖ ἔδινα τήν μάχην. Ἤμουν ἕνα παιδί πού ἔβγαλε
νυχτερινόν γυμνάσιον, ἐπειδή ἤθελε νά ἀποδείξη νομίζω: «Ὅτι ἐγώ μπορῶ νά
σπουδάζω καί νά φέρνω καί λεφτά στό σπίτι». Πῆγα, δούλεψα, πῆγα καί στό
νυχτερινόν γυμνάσιον καί ὅλα τά λεφτά πήγαιναν στό σπίτι. Βέβαια, ὅλα αὐτά δέν
εἶχαν νά κάνουν μέ τόν ἀδελφόν μου… Ὁ πρῶτος ἀδελ-φός μου, ὁ Σπύρος, ἦτο ἕνα ἐξαίρετο
παιδί, τό καλύτερο παιδί ἤ ἄν θέλης, πολύ καλύτερο παιδί ἀπό ἐμέναν… Μετά ἀπό
κάποια χρόνια, ἔνιωσα τύψεις γιά τήν συμπεριφοράν μου ἀπέναντί του, καί κάποια
στιγμήν τοῦ εἶπα: «Ποτέ δέν θά συγχωρήσω στόν ἐαυτόν μου, πού σοῦ φέρθηκα ἔτσι,
σάν πιτσιρικάς». Τόν εἶχα πεῖ κάποτε
«χαραμοφάη». Εἶναι πολύ σκληρά τα παιδιά. Μερικές φορές εἶναι κακά πολύ. Ὁ ἀδελφός
μου σπούδαζε, ἀλλά ἐγώ δέν καταλάβαινα τότε. Αὐτός πήγαινε στήν Σχολήν Ἐμποροπλοιάρχων,
ἄρα χαραμοφάης, ἐνῶ ἐγώ ἤμουν ὁ δουλευταρᾶς, πού πήγαινε καί στό νυχτερινόν. Τί
ἀνόητος πού ἤμουν τότε, Θεέ μου, καί πόσον ἄδικος. Ἀκόμα καί τότε, ὁ ἠθοποιός
δέν ἀναφέρθηκε συγκεκριμένα στόν τραγικόν χαμόν τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ τραγική ἱστορία
τῆς οἰκογενείας ἦρθε πρόσφατα στήν δημοσιότηταν, μετά ἀπό συνέ-ντευξιν στόν Γιῶργο
Λιάνη, τοῦ μικρότερου καί τελευταίου ἀδελφοῦ τοῦ ἠθοποιοῦ, Στέφανου, χωρίς ὅμως τό θέμα νά
πάρη διαστάσεις. Ὁ θάνατος καί τοῦ δεύτερου ἀδελφοῦ. Ἦτο μηχανικός καί ἔπεσε ἀπό
οἰκοδομήν. Σκηνή ἀπό τήν ταινίαν «Ὁρατότης μηδέν» Στήν συνέντευξιν αὐτή, ὁ
Στέφανος Κούρκου-λος ἀποκάλυψε τήν δεύτερην πράξιν τῆς οἰκογενειακῆς τραγωδίας.
Τότε πού χάθηκεν ἀναπάντεχα καί ὁ τρίτος υἱός τῆς οἰκογενείας. Ὁ Στέφανος
Κούρκου-λος εἶχε τελειώσει τό Πολυτεχνεῖον καί μαζί μέ τόν ἀδελφόν του, ἔχτιζαν
πολυκατοικίες. Ὅταν ἔχτιζαν τήν δεύτερην πολυκατοικίαν, ἕνα δυστύχημα συγκλόνισε
γιά δεύτερην φοράν τήν οἰκογένειαν Κούρκουλου. Ὁ τρίτος υιός βρισκόταν μαζί μέ
τούς ἐργάτες στήν οἰκοδομήν καί μετροῦσε τά τοῦβλα,
ὅταν
ξαφνικά ἔπεσε ἀπό τήν ταράτσαν καί σκοτώθηκε. Ἡ οἰκογένεια ὑπέμεινε
καί
αὐτή τήν ἀπώλειαν, χωρίς τό θέμα νά πάρη δημοσιότηταν, ἄν καί ὁ Νίκος ἦτο ἤδη
γνωστός ἠθοποιός. Ὁ Νίκος Κούρκουλος δέν ἀναφερόταν ποτέ στόν θάνατον τῶν ἀδελφῶν
του, ἀλλά ὅπως εἶναι φυσικόν, δέν ἔμενε ἀνεπηρέα-στός. Λέγεται ὅτι, ἡ ἔντασις
τοῦ ἠθοποιοῦ στήν σκηνήν τῆς ταινίας «Ὁρατότης Μηδέν», πού καίει τά ὑπάρχοντά
του ἔξω ἀπό τό σπίτι του, ὀφείλεται στήν μνήμην τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς ἡ ταινία
ἀναφέρεται σέ ἕνα θανατηφόρον, στημένον ναυάγιον. Ὁ Κούρκουλος δίνει μία ἀπό
τίς πιό συγκλονιστικές ἔρμη-νεῖες στόν ἑλληνικόν κινηματογράφον τῆς ἐποχῆς. Ἡ
σκηνή μέ τό τραγούδι τοῦ Πλέσσα καί τήν φωνήν τοῦ Διονυσίου, περνάει στήν ἱστορία
τῆς μεγάλης ὀθόνης. Ἴσως γιατί γιά τόν Κούρκουλο, ἡ συναισθηματική φόρτιση τοῦ ἥρωα
δέν ἦταν μόνο στό σενάριο, ἀλλά καί στήν ἴδιαν τοῦ τήν ζωήν. Βρέχει φωτιά στήν
στράτα μου.
Ὁ Παναθηναικός
Ὁ Νίκος Κούρκουλος ἀπό τήν ἐφηβεία του ἀσχολήθηκε
μέ τόν ἀθλητισμόν καί ἔπαιζε ποδόσφαιρο στίς γειτονιές. Μεγαλώνοντας ἔπαιζε
στήν Καισαριανήν καί ἀργότερα ἔγινε ποδοσφαιριστής τοῦ Παναθηναϊκοῦ. Τότε, ἀποφάσισε
νά γίνη ἠθοποιός καί φοίτησε στήν σχολήν τοῦ Ἐθνικοῦ θεάτρου.
Στό πλευρόν του εἶχε τούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι
τόν στήριξαν ἀπό τήν πρώτην στιγμήν. Ὁ ἴδιος θυμόταν: «Ὁ πατέρας μου ἔκανε
ὄνειρα. Ὁ πατέρας μου ἦτο καλλιτέχνης, Κερκυραῖος. Ἐκεῖ πού ἔσκαβε τόν ἀγρόν,
γιατί σέ ἕνα χωριό τῆς Κέρκυρας ἦτο ἀγρότης,
ἄφηνε τό τσαπί καί ἐπίανε τό βιολί.
Θυμᾶμαι, ἤθελε πάντα νά γίνω ἐπιστήμονας,
δικηγόρος. Ἔδωσα λοιπόν στό Πανεπιστήμιον, ἀλλά εἶχα ἤδη ἀρχίσει νά ἀσχολοῦμαι
μέ τό θέατρον, ὁπότε ὅταν ἤμουν στό πρώτον ἔτος τῆς σχολῆς θεάτρου θυμᾶμαι ὅτι
μέ ἔπιασε κάποιαν στιγμήν καί μοῦ εἶπε: «Κοίταξε νά δῆς, στό θέατρον, ἄν
δέν γίνεις πρῶτος, θά ὑποφέρεις στήν
ζωήν σου».
Καί ἔγινε πρῶτος. Ἀμέσως, ὁ γοητευτικός
μελαχρινός, πού ἔκανε τήν ἐμφάνισήν του στό θέατρον ἔγινε περιζήτητος στά
κινηματογραφικά πλατῶ. Τό ντεμποῦτο τοῦ ἔγινε τό 1957 στήν ταινίαν: «Ὁ
μπάρμπα-Γιάννης Κανα-τάς». Ἀκολούθησε ἡ ταινία «Τό τελευταῖο ψέμα» καί
«Μπουμπουλίνα».
Ὡστόσο, ἡ μεγάλη ἐπιτυχία ἦρθε τό 1960 μέ
τήν ταινίαν «Ὁ κατήφορος» τοῦ Δαλιανίδη, πού ἦτο τό πρώτον κοινωνικόν δράμα τῆς
Φίνος Φίλμ καί ἡ πρώτη συνεργασία τοῦ Κούρκουλου μέ τόν Φίνο. Ἡ ταινία ἔκοψε 161.331
εἰσιτήρια καί ἐκτόξευσε τήν δημοτικότητάν του στά ὕψη.
Μετά ἀκολούθησαν οἱ ταινίες «Οἱ Ἀδίστακτοι»
καί «Ὁ Ἀστραπόγιαννος», πού τοῦ χάρισαν Bραβειο Α΄ Ἀνδρικοῦ ρόλου στό
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Θεωρεῖτο ὁ πιό ὄμορφος πρωταγωνιστής τοῦ
κινηματογράφου μέ κορυφαίαν στιγμήν τῆς ὑποκριτικῆς του καριέρας τήν
σκηνήν, πού βάζει φωτιά στά ὑπάρχοντά του, ὑπό τήν ὑπόκρουσιν τοῦ τραγουδιοῦ
«Βρέχει φωτιά στή στράτα μου» τοῦ Μίμη Πλέσσα καί τήν φωνήν Στράτου Διονυσίου.
Τήν δεκαετίαν τοῦ 1960 νυμφεύθηκε τήν
βοηθόν σκηνοθέτου, Μελίτα Κουτσογιάννη, μέ τήν ὁποίαν ἀπέκτησε τόν υἱόν του Ἄλκη
καί τήν Μελίτα. Ἡ κόρη του εἶχε ἀναφέρει γιά ἐκεῖνον: «Θυμᾶμαι τόν
πατέραν μου νά λέη σέ ἐμένα καί στόν Ἄλκη: «Ὅ,τι θέλετε νά κάνετε στήν ζωήν
σας, πρέπει νά εἶστε οἱ καλύτεροι». Ὅταν ἤμασταν μικροί, μᾶς εἶχε πάει μιά μέρα
βόλτα στήν Ὁμό-νοια, στούς λούστρους. «Τά λουστράκια ὅπως ἔλεγε». Ἤσαν τρία
λουστράκια
στήν σειράν καί ὁ ἕνας εἶχε οὐρά ἀπό κόσμον. Μᾶς εἶπε
ὅτι ἀκόμη καί λοῦ-στροι νά γίνεται, νά εἶστε πρῶτοι», ἀναθυμώντας τά λόγια τοῦ
δικοῦ του πατέρα.
Τά
τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του τά πέρασε στό πλευρόν τῆς ἀγαπημέ-νης του
Μαριάννας Λάτση, μέ τήν ὁποίαν ἀπέκτησε δύο παιδιά, τήν Ἐριέτταν καί τόν
Φίλιππον. Ὁ Νίκος Κούρκουλος πέθανε στίς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 2007, σέ ἡλικίαν 73 ἐτῶν.
Χρημάτισεν διευθυντής τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου καί ἔζησε ταπεινά μέχρι τό
τέλος τῆς ζωῆς του. Ὅπως εἶχε πεῖ: «Ἄν ἔχης κυνηγήση τήν ἐπιβίωσιν καί
τελικά ἔχεις ἐπιβιώσει, χωρίς νά τό πολυκαταλάβης, ἔχεις διαμορφώσει καί ἕνα ἄλλο
μέτρον γιά τήν ζωήν τήν ἴδια... Ὁποῖος ἔχει στραπατσαριστεῖ γιά νά φάη ἕνα
πιάτο φαΐ, πού εἶναι τό ἐλάχιστον δικαίωμα σ' αὐτήν τήν ζωήν, τότε τό μέγιστον, πού εἶναι κατά μίαν ἔννοιαν
ὁ πλοῦτος καί ἡ ἄνεσις, τοῦ φαίνεται
τόσον ἀσήμαντον».
………………………………………………………………………………………………………………
Τόν Νίκον Κούρκουλον τόν γνώρισα εἰς τό
ξενοδοχεῖον τῆς Μόσχας «Νατσιονάλ», ὅταν μία πολυάριθμος ὁμάδα τουριστῶν εἶχε
συνοδεύσει τήν μεγάλην τότε ὁμάδα μπάσκετ τῆς ΑΕΚ, γιά νά παίξη ἐναντίον μίας
μεγάλης ὁμάδας μπάσκετ τῆς Ρωσίας: τήν ΤΣΕ-ΕΣ-ΚΑ!
Ἄν καί εἶχε παίξει ποδόσφαιρον στόν
Παναθηναϊκόν, τόν μεγάλον ἀντίπα-λον τοῦ Ὀλυμπιακοῦ, τότε εἴμασταν ἀκόμα
φίλαθλοι, ὄχι ὀπαδοί, ἕτοιμοι νά σκοτώσουν φιλάθλους!
Σημειωτέον ὅτι ἐγώ, ἄν καί «Πλακιώτης», ἤμουν
Ὀλυμπιακός! Γιά ποιόν λόγον; Ἐκτός ἀπό τό γεγονός ὅ,τι ἦτο πολύ καλή ὁμάδα, ἦτο
καί τό σῆμα του: Ὁ δαφνοστεφανομένος νέος! Ἔτσι, ὅσο ἤμουν στήν Ἑλλάδαν, δέν ἔπαιξα
στόν Ὀλυμπιακόν γιά ἕναν λόγον: Ὁ μόνος, πού μποροῦσε νά πείση τούς γονεῖς μου
νά μέ ἀφήσουν νά παίξω ποδόσφαιρον, ἦτο Σύμβουλος τῆς ΑΕΚ!
Ὁπότε μου εἶπε: «Εἴτε παίζεις στήν ΑΕΚ εἴτε
ξέχασε τό ποδόσφαιρον»!
Γιά νά μήν λέμε ψέματα, δέν ἤμουν «Πελέ»!
Εἶχα ὅμως ἕνα προσόν: τήν ταχύτηταν! Ἔτρεχα τά 100 μέτρα, χωρίς προπόνησιν, σέ
11 δευτερόλεπτα! Σήμερα, ἄν δέν εἶσαι ταχύς, εἶσαι τίποτα!
Γιατί ἀπόφασισα νά γράψω τό «Μνημόσυνον
γιά ἕναν φίλον»;
Ἁπλῶς, ὅταν γνώρισα ἀπό κοντά τόν Νίκον
Κούρκουλον, κατάλαβα «ὅ,τι ἤμασταν κατασκευασμένοι ἀπό τό ἴδιον μέταλλον»!
Ἐκεῖνος, εἶχε τήν δυνατότηταν, ὡς ἠθοποιός,
νά ἐπιλέγη τούς ρόλους του καί τούς ἑρμήνευε ἄριστα!
Ἐγώ, ἅς μήν θεωρηθῆ, ὡς κομπασμός, ἐπέλεξα
νά ἔχω «ὡς πιστεύω», τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ!